ορντινάντσα


ορντινάντσα
Προφορά

Ετυμολογία
ορντινάντσα └ιταλ┘ordinanza

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ορντινάντσα

✦ στρατιώτης αποσπασμένος στην προσωπική υπηρεσία αξιωματικού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.