ορνιθόμορφος


ορνιθόμορφος
Προφορά

Ετυμολογία
ορνιθόμορφος μεταγενέστερη ελληνική ὀρνιθόμορφος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ορνιθόμορφος -η, -ο

✦ που έχει τη μορφή πτηνού
✦ πληθ. ουδ. ορνιθόμορφα ως ουσ., τάξη μεγαλόσωμων πτηνών, με κοντά και δυνατά πόδια, και με μικρό, ισχυρό ράμφος: στα ορνιθόμορφα περιλαμβάνονται οι πέρδικες, τα ορτύκια, οι διάφορες όρνιθες κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.