ορνιθοπώλης


ορνιθοπώλης
Προφορά

Ετυμολογία
ορνιθοπώλης μεταγενέστερη ελληνική ὀρνιθοπώλης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ορνιθοπώλης

✦ αυτός που πωλεί πουλερικά, ο ιδιοκτήτης ή υπάλληλος ορνιθοπωλείου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.