ορνεοσκόπος


ορνεοσκόπος
Προφορά

Ετυμολογία
ορνεοσκόπος αρχαία ελληνική ὀρνεοσκόπος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ορνεοσκόπος

✦ αυτός που μαντεύει το μέλλον από την παρατήρηση του πετάγματος και της κραυγής των πτηνών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.