ορμώ
Προφορά
Ετυμολογία
ορμώ αρχαία ελληνική ὁρμάω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ορμώ -άς, -ά
✦ κινούμαι βίαια, πέφτω επάνω σε κάποιον, ρίχνομαι, χιμώ: όρμησε στους κλέφτες – όρμησε με μανία εναντίον του συγκεντρωμένου πλήθους
✦ κινούμαι βιαστικά: όρμησε στο δωμάτιο
✦ (μέσ.) ορμώμαι, κινούμαι από κάποια αιτία, έχω κάτι ως ελατήριο, ως αφορμή: ορμώμενος από τις φήμες αυτές τον κατηγόρησε
✦ κατάγομαι, προέρχομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–