ορμητικός


ορμητικός
Προφορά

Ετυμολογία
ορμητικός αρχαία ελληνική ὁρμητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ορμητικός -ή, -ό

✦ ο γεμάτος ορμή, βίαιος, σφοδρός: ορμητικός άνεμος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ορμητικά (Κ ορμητικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.