ορμαθός


ορμαθός
Προφορά

Ετυμολογία
ορμαθός αρχαία ελληνική ὁρμαθός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ορμαθός

✦ ομοειδή πράγματα περασμένα σε νήμα, σύρμα, κρίκο, η αρμαθιά
(μτφ. ) πλήθος, σωρός: ορμαθός ψευδολογιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.