ορμίζω


ορμίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ορμίζω αρχαία ελληνική ὁρμίζω

Ερμηνεία
ρήμα ορμίζω

✦ οδηγώ πλοίο σε όρμο, το αράζω
✦ δένω πλοίο σε λιμάνι
✦ (μέσ.) ορμίζομαι, εισπλέω, αγκυροβολώ σε λιμάνι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.