ορμίδι


ορμίδι
Προφορά

Ετυμολογία
ορμίδι υποκορ. του αρχαίου ελληνικού ὁρμιά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ορμίδι

✦ ορμιά
✦ (ναυτ.) σχοινί για έλξη ή εξάρτηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.