ορμήνια


ορμήνια
Προφορά

Ετυμολογία
ορμήνια ορμηνεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ορμήνια

✦ συμβουλή, καθοδήγηση, νουθεσία: τρέχανε σε μας και ζήταγαν ορμήνια (Διδώ Σωτηρίου)
✦ προτροπή: οι Κρητικοί, με την ορμήνια των καπετάνιων, άναψαν ανάριες φωτιές (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.