ορμή


ορμή
Προφορά

Ετυμολογία
ορμή αρχαία ελληνική ὁρμή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ορμή

✦ βίαιη κίνηση και φορά προς τα εμπρός, εξόρμηση
✦ σφοδρότητα
✦ κλίση, ενστικτώδης ροπή: θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση χαρά θυσίαζε (Κ. Καβάφης)
✦ πλήθουσα ζωτικότητα
✦ οργασμός για συνουσία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.