ορμέμφυτος
Προφορά
Ετυμολογία
ορμέμφυτος ορμή + έμφυτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ορμέμφυτος -η, -ο
✦ ο οφειλόμενος σε αυτόματη φυσική ορμή, ενστικτώδης: όρθωσε τα πρώτα εμπόδια στην ανάπτυξη των ορμέμφυτών του επιδιώξεων (Οδ. Ελύτης) – ορμέμφυτη δυσπιστία προς τον άγνωστο ακόμα νικητή (Γ. Θεοτοκάς)
✦ το ουδ. ορμέμφυτο(ν) ως ουσ., το ένστικτο: η τρωγλοδυτική ζωή πρέπει να ήταν ένα πολύ βαθιά ριζωμένο ορμέμφυτο σ’ αυτά τα μέρη (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ορμέμφυτα (Κ ορμεμφύτως) ενστικτωδώς:ο Νικηφόρος ορμέμφυτα της έσφιξε το χέρι μ’ όλη τη δύναμή του (Γ. Θεοτοκάς)