ορλόν
Προφορά
Ετυμολογία
ορλόν └γαλλ┘ orlon
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το ορλόν
✦ συνθετική υφαντική ίνα με αυξημένη μηχανική αντοχή που χρησιμοποιείται για την κατασκευή υφασμάτων αναμεμιγμένη με μαλλί ή άλλες υφαντικές ίνες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–