ορκωτός


ορκωτός
Προφορά

Ετυμολογία
ορκωτός μεταγενέστερη ελληνική ὁρκωτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ορκωτός -ή, -ό

✦ ένορκος, που έχει ορκιστεί
✦ (νομ.) ορκωτό δικαστήριο, δικαστήριο από λαϊκούς δικαστές, που ορκίζονται πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, δικαστήριο ενόρκων
✦ ορκωτοί λογιστές, ειδικοί επαγγελματίες λογιστές ανεγνωρισμένοι από την πολιτεία ή τις οικείες λογιστικές οργανώσεις να ασκούν αντικειμενικούς και ανεπηρέαστους ελέγχους ή πραγματογνωμοσύνες στα λογιστικά βιβλία, στοιχεία και καταστάσεις και γεν. στη διαχείριση και οικονομική κατάσταση των πάσης φύσεως οικονομικών μονάδων (η λ. ορκωτός, επειδή, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους, ορκίζονται ενώπιον της αρμόδιας αρχής)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.