ορκοδοτώ


ορκοδοτώ
Προφορά

Ετυμολογία
ορκοδοτώ όρκος + δίδωμι

Ερμηνεία
ρήμα ορκοδοτώ -είς, -εί

✦ δίνω όρκο, ορκίζομαι ιδ. ενώπιον δικαστηρίου ή αρχής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.