ορκοδοτώ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ορκοδοτώΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/ορκοδοτώ.mp3Ετυμολογίαορκοδοτώ όρκος + δίδωμι Ερμηνεία└ρήμα┘ ορκοδοτώ -είς, -εί ✦ δίνω όρκο, ορκίζομαι ιδ. ενώπιον δικαστηρίου ή αρχής Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–