ορκίζω


ορκίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ορκίζω αρχαία ελληνική ὁρκίζω

Ερμηνεία
ρήμα ορκίζω

✦ επιβάλλω σε κάποιον να δώσει όρκο
✦ (μέσ.) ορκίζομαι, δίνω όρκο, υπόσχομαι με όρκο
✦ μτχ. παθ. πρκμ. ορκισμένος ως επίθ., φανατικός, άσπονδος: ορκισμένος εχθρός του χριστιανισμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.