οριστικός


οριστικός
Προφορά

Ετυμολογία
οριστικός αρχαία ελληνική ὁριστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ οριστικός -ή, -ό

✦ τελειωτικός: οριστική απόφαση
✦ (γραμμ.) θηλ. η οριστική ως ουσ., έγκλιση του ρήματος που δηλώνει το πραγματικό
✦ οριστική αντωνυμία, αυτή που ορίζει ή διαστέλλει με έμφαση το ουσιαστικό στο οποίο αναφέρεται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
οριστικά (Κ οριστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.