οριακός


οριακός
Προφορά

Ετυμολογία
οριακός όρια, πληθ. του └ουσ┘ όριον

Ερμηνεία
επίθετο┘ οριακός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στα όρια
✦ οριακή πλειοψηφία, ασθενής πλειοψηφία, με μία ή δύο ψήφους πάνω από το όριο που προβλέπουν οι κανονισμοί

Συνώνυμα
ακραίος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.