ορθώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ορθώνω αρχαία ελληνική ὀρθόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ορθώνω
✦ στήνω όρθιο, υψώνω
✦ ορθώνομαι, σηκώνομαι και στέκω όρθιος· (κ. μτφ.) επαναστατώ: οι Έλληνες ορθώθηκαν εναντίον της τυραννίας
✦ φρ. ορθώνω το ανάστημά μου, αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με θάρρος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–