ορθωτήρας


ορθωτήρας
Προφορά

Ετυμολογία
ορθωτήρας αρχαία ελληνική ὀρθωτήρ, -ῆρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ορθωτήρας

✦ κάθε μέσο που χρησιμοποιείται για να ανορθώσει, να ανυψώσει κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.