ορθοστατώ


ορθοστατώ
Προφορά

Ετυμολογία
ορθοστατώ αρχαία ελληνική ὀρθοστατῶ

Ερμηνεία
ρήμα ορθοστατώ -είς, -εί

✦ είμαι τοποθετημένος σε θέση όρθια ή κατακόρυφη: θα ιδούμε το ζυγό να ορθοστατεί, να υψώνει κατακόρυφη τη ράβδο του (Τ. Παπατσώνης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.