ορθογένεση


ορθογένεση
Προφορά

Ετυμολογία
ορθογένεση ορθός + γίγνομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ορθογένεση

(βιολ.) σταθερή τάση εξελίξεως προς ορισμένη κατεύθυνση που τείνει σ’ ένα τύπο οργανώσεως όλο και περισσότερο εξειδικευμένης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.