ορθογένεση
Προφορά
Ετυμολογία
ορθογένεση ορθός + γίγνομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ορθογένεση
✦ (βιολ.) σταθερή τάση εξελίξεως προς ορισμένη κατεύθυνση που τείνει σ’ ένα τύπο οργανώσεως όλο και περισσότερο εξειδικευμένης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–