ορεσιπάθεια


ορεσιπάθεια
Προφορά

Ετυμολογία
ορεσιπάθεια όρος + θ. αορ. έπαθον του ρήματος πάσχω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ορεσιπάθεια

✦ ιδιάζουσα κακοδιαθεσία που παρατηρείται σε ορισμένα άτομα όταν ανεβαίνουν απότομα σε μεγάλα ύψη ή διαμένουν σε ψηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.