ορεομετρία
Προφορά
Ετυμολογία
ορεομετρία όρος + μετρώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ορεομετρία
✦ κλάδος της ορεογραφίας που έχει ως αντικείμενο τη ζωηρή απόδοση, σε χάρτη, κάθε εδαφικού υψώματος με τη χρησιμοποίηση χαρακτηριστικών αριθμών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–