ορεκτικός


ορεκτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ορεκτικός αρχαία ελληνική ὀρεκτικός

Ερμηνεία
ορεκτικός

✦ κ. ορεχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ ορεκτικός, -ή, -όν) που διεγείρει την όρεξη
✦ που προκαλεί τον πόθο, λαχταριστός
✦ το ουδ. ορεκτικό(ν) κ. ορεχτικό ως ουσ., καθετί που τρώγεται πριν από το κυρίως φαγητό, για να ανοίξει την όρεξη, μεζές, ορντέβρ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.