ορειβατικός


ορειβατικός
Προφορά

Ετυμολογία
ορειβατικός μεταγενέστερη ελληνική ὀρειβατικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ορειβατικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την ορειβασία και τους ορειβάτες: ορειβατική φορεσιά – ορειβατικός σύλλογος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.