οργωτής


οργωτής
Προφορά

Ετυμολογία
οργωτής οργώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οργωτής

✦ γεωργός που οργώνει: άντρες ορτοί στ’ αλέτρια τους, καλόγνωμοι οργωτήδες (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα
ζευγάς, ζευγολάτης
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.