οργανικός
Προφορά
Ετυμολογία
οργανικός αρχαία ελληνική ὀργανικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ οργανικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος σε όργανο, οργανισμό ή οργάνωση
✦ έμβιος, ενόργανος
✦ (χημ.) οργανικές ενώσεις, που κύριο συστατικό τους είναι ο άνθρακας και που συναντώνται συνήθως στα φυτά και τα ζώα |(ιατρ.) οργανική λειτουργία, η της θρέψεως
✦ (νομ.) οργανικός νόμος, που καθορίζει την οργάνωση κρατικής υπηρεσίας
✦ οργανική θέση, η προβλεπόμενη από τον οργανισμό που ρυθμίζει τα σχετικά με τη λειτουργία μιας υπηρεσίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανόργανος
Επιρρήματα
οργανικά (Κ οργανικώς)