οργανικισμός
Προφορά
Ετυμολογία
οργανικισμός οργανικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο οργανικισμός
✦ φιλοσοφική αντίληψη κατά την οποία η ζωή δεν οφείλεται σε δύναμη που κινεί τα όργανα αλλά στα ίδια τα όργανα |(ιατρ.) θεωρία που αποδίδει κάθε ασθένεια σε βλάβη του αντίστοιχου οργάνου
✦ (κοινων.) θεωρία που παρομοιάζει τις κοινωνίες με ζωντανούς οργανισμούς, και τείνει να παρουσιάσει τα κοινωνικά φαινόμενα ως βιολογικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–