οργανέτο
Προφορά
Ετυμολογία
οργανέτο └ιταλ┘organetto
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το οργανέτο
✦ μικρό μουσικό όργανο
✦ η λατέρνα
✦ (μτφ. ) ετεροκίνητος, που ενεργεί για λογαριασμό άλλων: ο ανθρωπάκος… αυτός με κάλεσε την άλλη μέρα ν’ απολογηθώ στα οργανέτα του (Β. Μοσκόβης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–