οραματίστρια


οραματίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
οραματίστρια μεταγενέστερη ελληνική ὁραματιστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οραματίστρια

✦ θηλ. οραματίστρια ο συχνά οραματιζόμενος, αυτός που βλέπει οράματα

Συνώνυμα
οπτασιαστής
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.