οραματίζομαι
Προφορά
Ετυμολογία
οραματίζομαι μεταγενέστερη ελληνική ὁραματίζομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ οραματίζομαι
✦ βλέπω οράματα, κυριευμένος από έκσταση, φαντάζομαι: είχαμε το κουράγιο να οραματιστούμε τα ειρηνικά χρόνια (Διδώ Σωτηρίου)
✦ ονειρεύομαι, ποθώ κάτι και αισιοδοξώ ότι θα πραγματοποιηθεί
✦ σχεδιάζω μια πολιτική με προβολή στο μέλλον
Συνώνυμα
οπτασιάζομαι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–