ορίζω


ορίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ορίζω αρχαία ελληνική ὁρίζω

Ερμηνεία
ρήμα ορίζω

✦ βάζω όριο ή χρησιμεύω ως όριο σε κάτι
✦ προσδιορίζω, καθορίζω
✦ διατυπώνω ορισμό
✦ εξουσιάζω, άρχω
✦ διατάζω, προστάζω
✦ φρ. καλώς όρισες, καλώς ήρθες καλώς να ορίσει, είναι καλόδεχτος
✦ η προστ. ορίστε! διατάξτε (ως φιλόφρονη απάντηση σε ονομαστική κλήση)
✦ ορίστε; πως;
✦ (ως δεικτ. μόρ.) ιδού, να: ορίστε κατάσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.