ορέγομαι


ορέγομαι
Προφορά

Ετυμολογία
ορέγομαι αρχαία ελληνική ὀρέγομαι (=απλώνω το χέρι)

Ερμηνεία
ρήμα ορέγομαι

✦ επιθυμώ έντονα, λαχταρώ: που πάντα σκλάβο ορέγεται να με κρατάει στα πόδια της (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.