οπός


οπός
Προφορά

Ετυμολογία
οπός αρχαία ελληνική ὀπός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οπός

✦ γαλακτώδης χυμός φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.