οπορτουνισμός
Προφορά
Ετυμολογία
οπορτουνισμός └γαλλ┘ opportunisme (= καιροσκοπισμός)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο οπορτουνισμός
✦ βλ. καιροσκοπισμός
✦ η τάση που δέχεται την, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες, αλλαγή της τακτικής και του σκοπού του κομουνιστικού κινήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–