οπλοφόρος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply οπλοφόροςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/οπλοφόρος.mp3Ετυμολογίαοπλοφόρος αρχαία ελληνική ὁπλοφόρος Ερμηνεία└επίθετο┘ οπλοφόρος -ος, -ο ✦ άτομο που φέρει όπλο, οπλισμένος Συνώνυμαένοπλος ΑντίθεταάοπλοςΕπιρρήματα–