οπλοστάσιο
Προφορά
Ετυμολογία
οπλοστάσιο όπλον + κατάλ. -στάσιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το οπλοστάσιο
✦ αποθήκη όπλων
✦ στρατιωτικό εργοστάσιο κατασκευής και επιδιορθώσεως όπλων
✦ (ναυτ.) οπλοδόκη (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–