οξύμωρος
Προφορά
Ετυμολογία
οξύμωρος μεταγενέστερη ελληνική ὀξύμωρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ οξύμωρος -η, -ο
✦ οξύμωρο(ν) σχήμα, σχήμα λόγου κατά το οποίο συνάπτονται λέξεις αντιφατικές, που εκφράζουν όμως νόημα σωστό (π.χ. «σπεύδε βραδέως»)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
οξυμώρως