οξύμετρο


οξύμετρο
Προφορά

Ετυμολογία
οξύμετρο οξύ + μέτρον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το οξύμετρο

✦ όργανο προσδιορισμού της οξύτητας λαδιού, γάλακτος κτλ., ή της ποσότητας οξυγόνου που περιέχεται στον αέρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.