οξυδέρκεια


οξυδέρκεια
Προφορά

Ετυμολογία
οξυδέρκεια μεταγενέστερη ελληνική ὀξυδέρκεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η οξυδέρκεια

✦ οξεία όραση
(μτφ. ) οξεία αντίληψη, διορατικότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.