οντάς


οντάς
Προφορά

Ετυμολογία
οντάς └τουρκ┘oda

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οντάς

✦ δωμάτιο: πολλοί, αποκαμωμένοι πια, μπήκαν και ξαπλώσαν στους οντάδες τους (Η. Βενέζης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.