ονομαστική
Προφορά
Ετυμολογία
ονομαστική αρχαία ελληνική ὀνομαστική, └θηλ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ὀνομαστικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ονομαστική
✦ η πρώτη πτώση των ονομάτων και των άλλων πτωτικών μερών του λόγου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–