ονειρομάντισσα
Προφορά
Ετυμολογία
ονειρομάντισσα αρχαία ελληνική ὀνειρόμαντις (ὁ, ἡ)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ονειρομάντισσα
✦ θηλ. ονειρομάντισσα αυτός που προμαντεύει το μέλλον από την ερμηνεία των ονείρων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–