ονειρεύομαι


ονειρεύομαι
Προφορά

Ετυμολογία
ονειρεύομαι μεσαιωνική ελληνική ὀνειρεύομαι

Ερμηνεία
ρήμα ονειρεύομαι

✦ βλέπω όνειρο
✦ βλέπω κάποιον ή κάτι στο όνειρό μου
✦ φαντασιοκοπώ
(μτφ. ) λαχταρώ με πάθος, επιθυμώ έντονα: δεν ήταν να γίνω ό,τι έχω ονειρευθεί (Ρ. Φιλύρας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.