ονειρεμένος


ονειρεμένος
Προφορά

Ετυμολογία
ονειρεμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος ονειρεύομαι

Ερμηνεία
ονειρεμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ονειρώδης, που μοιάζει με όνειρο: ονειρεμένη ζωή
✦ που εμφανίζεται σε όνειρο: ονειρεμένη μορφή
(μτφ. ) εξαίσιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ονειρεμένα, ονειρωδώς ωραία

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.