ομόχρονος


ομόχρονος
Προφορά

Ετυμολογία
ομόχρονος μεταγενέστερη ελληνική ὁμόχρονος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ομόχρονος -η, -ο

✦ που έχει την ίδια χρονική διάρκεια με άλλον
✦ ταυτόχρονος, σύγχρονος
✦ ομόχρονη κληρονομικότητα, (βιολ.) μορφή κληρονομικότητας κατά την οποία ορισμένοι χαρακτήρες εμφανίζονται στους απογόνους στην ίδια ακριβώς ηλικία κατά την οποία εμφανίσθηκαν στους προγόνους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.