ομόλογος
Προφορά
Ετυμολογία
ομόλογος αρχαία ελληνική ὁμόλογος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ομόλογος -η, -ο
✦ που έχει τις ίδιες αναλογίες με κάτι άλλο
✦ που έχει κοινές ιδιότητες ή γνωρίσματα με κάτι άλλο, αντίστοιχος
✦ (για υπουργό) που κατέχει το ίδιο χαρτοφυλάκιο με υπουργό άλλης χώρας: ο Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών συναντήθηκε με τον Βρετανό ομόλογό του
Συνώνυμα
ανάλογος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–