ομόκεντρος


ομόκεντρος
Προφορά

Ετυμολογία
ομόκεντρος μεταγενέστερη ελληνική ὁμόκεντρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ομόκεντρος -η, -ο

✦ που έχει το ίδιο κέντρο με άλλον
✦ το ουδ. το ομόκεντρον ως ουσ., το κοινό κέντρο δύο ή περισσότερων κύκλων ή σφαιρών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ομόκεντρα (Κ ομοκέντρως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.