ομόδοξος


ομόδοξος
Προφορά

Ετυμολογία
ομόδοξος μεταγενέστερη ελληνική ὁμόδοξος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ομόδοξος -η, -ο

✦ που έχει την ίδια γνώμη με κάποιον άλλον, ομόγνωμος
✦ ομόθρησκος

Συνώνυμα

Αντίθετα
αλλόδοξος, ετερόδοξος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.